εμφανούμενος

εμφανούμενος
ἐμφανούμενος και ἐμφανόμενος, -η, -ον (Μ)
(μτχ. επίθ. από το ἐμφαίνομαι) παρών («τὸν ἐμφανούμενον ἰσασμόν ἐκδίδομεν» — εκδίδουμε την παρούσα συμφωνία, Διάτ. Κυπρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”